- ακαταπάτητος
- η , ο [ος , ον ]1) нерастоптанный; ненарушенный, непопранный; 2) непопираемый, нерушимый; 3) незахваченный, неприсвоенный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακαταπάτητος — η, ο (Α ἀκαταπάτητος, ον) [καταπατῶ] εκείνος που δεν έχει καταπατηθεί ή δεν μπορεί να καταπατηθεί, να παραβιαστεί «ακαταπάτητα κτήματα», «ακαταπάτητα δικαιώματα» … Dictionary of Greek
ακαταπάτητος — η, ο 1. αυτός που δεν καταπατήθηκε: Δεν άφησε γειτονικό του κτήμα ακαταπάτητο. 2. απαραβίαστος: Τα δικαιώματά μου στην πατρική περιουσία είναι ακαταπάτητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Saint Catherine's Monastery, Mount Sinai — Saint Catherine Area * UNESCO World Heritage Site Country … Wikipedia
ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… … Dictionary of Greek